τελεία — τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc/acc dual τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείᾳ — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεία — η σημείο στίξης στο τέλος περιόδου, το οποίο δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει τέλειο, ολοκληρωμένο νόημα, η κάτω στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέλεια — τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείας — τελείᾱς , τέλειος perfect fem acc pl τελείᾱς , τέλειος perfect fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείαι — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείαν — τελείᾱν , τέλειος perfect fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλει' — τέλεια , τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl τέλειε , τέλειος perfect masc voc sg τέλειαι , τέλειος perfect fem nom/voc pl τέλειε , τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg τέλειε , τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek